





~πρώτη φωτο, πάνω αριστερά. 10 το πρωί, δίπλα στο αιγινήτειο. φασαρία. η δημοτική αστυνομία έχει βγει και μοιράζει κλήσεις [πάντα, μα πάντα γράφει όσα αυτοκίνητα έχουν παρκάρει στους γύρω δρόμους χωρίς το σήμα ''κάτοικος περιοχής'']. ένας αλλοδαπός ουρλιάζει ότι είχε παρκάρει για λίγο, για όση ώρα χρειάστηκε να κάνει τη δουλειά για την οποία τον είχαν καλέσει κι ότι το μεροκάματο δεν του φτάνει να πληρώσει την κλήση. φώναζε και παρακαλούσε να του τη σβήσουν, οι δημοτικοί μπάτσοι ανένδοτοι, ο ένας [ο κοντός] πούλαγε και τσαμπουκά. λογικό, αν δεν κόψει κλήσεις πώς θα πληρωθεί; αργότερα που έβλεπα την εκπομπή του τζέιμι όλιβερ στην τηλεόραση σκεφτόμουν ότι ο μόνος λόγος για να γίνεις δημοτικός μπάτσος είναι τα λεφτά [στην εκπομπή μια άσχημη αντιπαθητική κυρία μαγείρευε σε αμερικάνικο σχολείο τα πιο ανθυγειινά φαγητά του κόσμου και έκανε δύσκολη τη ζωή του τζέιμι -ο οποίος προσπαθούσε να την πείσει να μαγειρεύει υγειινά, επί ματαίω. κάποια στιγμή που καταφέρνουν να μαγειρέψουν κάτι της προκοπής και να πείσουν τα παιδιά να το φάνε, καλεί ο τζέιμι την αντιπαθητική κυρία να της δώσει συγχαρητήρια και τη ρωτάει για ποιο λόγο μαγειρεύει σε σχολείο, περιμένοντας να λάβει την απάντηση ''επειδή αγαπάω τα παιδιά'' ή κάτι τέτοιο αλτρουϊστικό, έστω και ψεύτικο. κι η χοντρή κουράδα απαντάει ''το κάνω μόνο για τα λεφτά''].
για ποιο λόγο να γίνεται άραγε κάποιος δημοτικός μπάτσος, αν όχι για τα λεφτά -υπάρχει κανείς που απολαμβάνει αυτό που κάνει και το ονειρευόταν όταν ήταν παιδί; και τι απάνταγαν άραγε στις ερωτήσεις του lower όταν τους ρωτούσαν ''τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν'';
''when i grow up i'd like to become a municipal cop because i like helping people''. σιγά να μην έλεγαν ''i'd like to become a municipal cop because you can earn easy money by giving fines to innocent people''. αλλά σιγά να μην έλεγαν ότι θέλουν να γίνουν municipal cops. at all.
~τρίτη φωτο, πάνω δεξιά. η μαυροφορεμένη κυρία με την τσάντα στέκεται στην συγκεκριμένη γωνία [τη γωνία της] κάθε μέρα, όλη μέρα, εδώ και δυο μήνες τουλάχιστον. μπορεί και 3. δεν ζητιανεύει, δεν ζητάει τίποτα, απλά στέκεται όρθια ώρες ολόκληρες απ' το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα και κοιτάζει τους περαστικούς. απέναντι ακριβώς, μια άλλη κυρία, πιο νέα, σχεδόν εικοσιπέντε κιλά, πετσί και κόκκαλο, μαζεύει τις γόπες των περαστικών και τις βάζει στη σειρά στην είσοδο της πολυκατοικίας μας, μαζί με μικρά κέρματα [μέχρι δέκα λεπτών]. κάθεται εκεί καναδυο ώρες και μετά τις αφήνει παραταγμένες και φεύγει. κι άντε την άλλη μέρα τα ίδια απ' την αρχή. η μόνη εξήγηση είναι ότι δίπλα μας σχεδόν είναι το αιγινήτειο.
~πρώτη φωτο, κάτω αριστερά. η γιαγιά με τα μάλλινα και το τσεμπέρι μέσα στον καύσωνα μου θύμισε τη γιαγιά μου -και προφανώς όλους κάτι μας θύμισε, γιατί τσακιστήκαμε να της δώσουμε ό,τι ψιλό είχαμε. ο φρέντι τη ρώτησε αν θέλει λίγο νερό κι αυτή του χαμογέλασε και του χάιδεψε την πλάτη. μετά έφυγε σιγά σιγά και σιωπηλά όπως εμφανίστηκε. όταν έδειξα τη φωτο στη μ. μου είπε ''φαντάζεσαι όταν πεθάνει να βρουν πέντε εκατομμύρια ευρώ κάτω απ' το στρώμα''. δεν το είχα φανταστεί.
~τρίτη φώτο, κάτω δεξιά. όταν ήμουν μικρός πίστευα ότι όσοι έχουν ζώα στο σπίτι τους είναι καλοί άνθρωποι. τότε δεν ήξερα πολλούς που να έχουν κατοικίδιο, δεν ήταν της μόδας, σκυλιά στο χωριό είχαν μόνο όσοι κυνηγούσαν [δεμένα στην αυλή] και τις γάτες τις είχαν για να τρώνε τα ποντίκια. έβλεπα τη λάσση στην τηλεόραση και πόσο καλή οικογένεια ήταν αυτή που ήταν μέλος της και σκεφτόμουν όταν μεγαλώσω θα πάρω σκύλο για να γίνω καλός άνθρωπος [χε χε]. μετά πήρα σκύλο, κι άλλο σκύλο, γάτες, ένα σωρό μέσα σε τριάντα χρόνια [όλα σχεδόν πήγαν από κακό θάνατο, συνήθως τα δηλητηρίαζαν οι γείτονες] και κατάλαβα ότι χρειάζονται πολύ περισσότερα από ένα κατοικίδιο για να γίνεις καλός άνθρωπος [ξέρω έναν που έχει δύο και είναι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου]. τέλος πάντων, πετυχαίνω αυτή την κυρία στο δρόμο συχνά όταν βγάζει τα σκυλιά της βόλτα και μου φαίνεται πραγματικά καλός άνθρωπος. πρέπει να είσαι καλός άνθρωπος για να φροντίζεις έναν ανάπηρο σκύλο και να του φέρεσαι με τόση αγάπη. μια μέρα που τους είδα μαζί στο πεδίο του άρεως ήθελα να κλάψω.
~ρουκ ζουκ